- χοιραδικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις χοιράδες.2. αυτός που πάσχει από χοιράδωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χοιραδικός — ή, ό / χοιραδικός, ή, όν, ΝΑ [χοιράς, άδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις χοιράδες, στα οιδήματα τών αδένων τού λαιμού νεοελλ. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χοιράδωση αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χοιραδικόν είδος φαρμάκου … Dictionary of Greek
χοιραδικά — χοιραδικός suffering from neut nom/voc/acc pl χοιραδικά̱ , χοιραδικός suffering from fem nom/voc/acc dual χοιραδικά̱ , χοιραδικός suffering from fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιραδικόν — χοιραδικός suffering from masc acc sg χοιραδικός suffering from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιραδικοί — χοιραδικός suffering from masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιραδικούς — χοιραδικός suffering from masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιραδική — χοιραδικός suffering from fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek